-
1 база
1. (основа, основание сооружение для обслуживания чего-л.) η βάσηоперационная мор. - των επιχειρήσεων2. арх. η βάση, το θεμέλιο, (колонны) το πέδιλο 3. (склад, место для хранения чего-л.) η αποθήκη 4. маш. η επιφάνεια αναφοράς 5. (в гиперболических системах навигации) η γραμμή βάσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > база
-
2 запань
η παγίδα της πλωτής ξυλείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запань
-
3 проводка
1. эл. η καλωδίωσηоткрытая - ανοιχτή -, επιφανειακή -2. (прокладка, сооружение) η καλωδίωση, η τοποθέτηση καλωδίων 3. (прок.) о οδηγός 4. мор. (судов) η πλοη-γία/πλοήγηση (των πλοίων) 5. (бухг.) η λογιστική εγγραφή (χρέωσης ή πίστωσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проводка
-
4 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
5 спецификация
η προδιαγραφ/ή, η περιγραφή, τα χαρακτηριστικά, η ταξινόμηση, ο προσδιορισμός, ο καθορισμόςотгрузочная - η περιγραφή/ο προσδιορισμός των εμπορευμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спецификация
-
6 нетрудоспособность
нетрудоспособностьж ἤ ἀνικανότης προς ἐργασίαν, ἡ ἀναπηρία:временная \нетрудоспособность ἡ προσωρινή ἀνικανότης προς ἐργασίαν. -
7 прописка
пропискаж ἡ ἀδεια διαμονής:временная \прописка ἡ προσωρινή ἄδεια διαμονής. -
8 работа
работ||аас1. ἡ δουλειά, ἡ ἐργασία/ ἡ λειτουργία (механизма и т. п.):тяжелая \работа ἡ βαρειά δουλειά, ἡ βάναυσος ἐργασία· физическая \работа ἡ χειρωνακτική ἐργασία· у́мственная \работа ἡ διανοητική ἐργασία· общественная \работа ἡ κοινωνική ἐργασία· полевые \работаы δουλειά στά χωράφια· сельскохозяйственные \работаы οἱ γεωργικές ἐργασίες· фортификационные \работаы τά ὁχυρωματικά ἔργα· взяться за \работау ἀρχίζω τήν δουλειά·2. (служба) ἡ ἐργασία, ἡ δουλειά:временная \работа ἡ προσωρινή δουλειά· \работа по найму ἡ μισθωτή ἐργασία· поступить на \работау πιάνω δουλειά, μπαίνω στήν δουλειά, μπαίνω στήν ὑπηρεσία· снять с \работаы ἀπολύω ἀπ' τήν δουλειά· быть без \работаы εἶμαι ἄ(ν)εργος, εἶμαι χωρίς δουλειά· искать \работау ψάχνω νά βρῶ δουλειά·3. (произведение) τό ἔρ-γο[ν], ἡ ἐργασία:печатные \работаы τά δημοσιευμένα ἔργα· дипломная \работа ἡ πτυχιακή ἐργασία· машинной \работаы (δουλειά) τής μηχανής· ручная \работа ἡ χειροποίητη ἐργασία· тонкая \работа ἡ λεπτή ἐργασία· ◊ черная \работа ἡ χειρωνακτική δουλειά, ἡ χοντροδουλειά· взять в \работау кого-л. разг παίρνω στή δουλειά· уйти с головой в \работау ἀφιερώνομαι ὁλόκληρος στή δουλειά.
См. также в других словарях:
Почтовые марки Греции — «Большая голова Гермеса» (Скотт #53) марка номиналом в 5 лепт (1880 … Википедия
История почты и почтовых марок Греции — «Большая голова Гермеса» ( … Википедия